- καιναί
- καινόςnewfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω … Dictionary of Greek
καίν' — καινί , καινίς knife fem voc sg καινά , καινός new neut nom/voc/acc pl καινά̱ , καινός new fem nom/voc/acc dual καινά̱ , καινός new fem nom/voc sg (doric aeolic) καινέ , καινός new masc voc sg καιναί , καινός new fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)